Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dirótto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diˈrotto]

ασυγκράτικος (-η, -ο), ραγδαίος (-α, -ο), υπέρμετρος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dirottatore dirozzamento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


piovere a dirotto = βρέχει καταρρακτωδώς


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dirompersi (ρ.μ. (αντων.))
dirottamente (επίρ.)
dirottamento (ουσ αρσ )
dirottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dirottatore (ουσ αρσ )
dirotto (επίθ.)
dirozzamento (ουσ αρσ )
dirozzare (ρ. μτβ.)
dirozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
dirozzato (επίθ.)
dirugginio (ουσ αρσ )
dirugginire (ρ. μτβ.)
dirupamento (ουσ αρσ )
diruparsi (ρ. μ. αμτβ.)
dirupato (επίθ.)
dirupo (ουσ αρσ )
diruto (επίθ.)
disabbellire (ρ. μτβ.)
disabbellirsi (ρ.μ. (αντων.))
disabbigliare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---