Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdirótto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [diˈrotto] ασυγκράτικος (-η, -ο), ραγδαίος (-α, -ο), υπέρμετρος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpiovere a dirotto = βρέχει καταρρακτωδώς Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |