Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiroccàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [dirokˈkato] 1 αφανισμένος 2 ερειπωμένος 3 κατεδαφισμένος 4 συντριμμένος 5 κατεστραμμένος 6 λεηλατημένος 7 αυτός που καταρρέει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |