Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dirompènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diromˈpɛnte]

1 κροτικός
2 διασπαστικός
3 εκρηκτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diroccato dirompere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dirizzone (ουσ αρσ )
diro (επίθ.)
diroccamento (ουσ αρσ )
diroccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diroccato (επίθ.)
dirompente (επίθ.)
dirompere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dirompersi (ρ.μ. (αντων.))
dirottamente (επίρ.)
dirottamento (ουσ αρσ )
dirottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dirottatore (ουσ αρσ )
dirotto (επίθ.)
dirozzamento (ουσ αρσ )
dirozzare (ρ. μτβ.)
dirozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
dirozzato (επίθ.)
dirugginio (ουσ αρσ )
dirugginire (ρ. μτβ.)
dirupamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---