Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dirittùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diritˈtura]

1 χρηστότητα
2 ακεραιότητα
3 τιμιότητα
4 αμεροληψία
5 γραμμή
6 ευθεία γραμμή
7 εντιμότητα
8 ευθύτητα
9 ειλικρίνεια
10 αμεσότητα
11 ντομπροσύνη
12 απλότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diritto dirizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dirimpetto (επίρ.)
dirittezza (θηλ.ουσ)
diritto (ουσ αρσ )
diritto (επίθ.)
diritto (επίρ.)
dirittura (θηλ.ουσ)
dirizzare (ρ. μτβ.)
dirizzone (ουσ αρσ )
diro (επίθ.)
diroccamento (ουσ αρσ )
diroccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diroccato (επίθ.)
dirompente (επίθ.)
dirompere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dirompersi (ρ.μ. (αντων.))
dirottamente (επίρ.)
dirottamento (ουσ αρσ )
dirottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dirottatore (ουσ αρσ )
dirotto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---