Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dirittézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diritˈtettsa]

1 ευθύτητα
2 τιμιότητα
3 ντομπροσύνη
4 ισιάδα
5 παρρησία
6 ειλικρίνεια
7 αμεσότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dirimpetto diritto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dirigistico (επίθ.)
dirimente (επίθ.)
dirimere (ρ. μτβ.)
dirimpettaio (ουσ αρσ )
dirimpetto (επίρ.)
dirittezza (θηλ.ουσ)
diritto (ουσ αρσ )
diritto (επίθ.)
diritto (επίρ.)
dirittura (θηλ.ουσ)
dirizzare (ρ. μτβ.)
dirizzone (ουσ αρσ )
diro (επίθ.)
diroccamento (ουσ αρσ )
diroccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diroccato (επίθ.)
dirompente (επίθ.)
dirompere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dirompersi (ρ.μ. (αντων.))
dirottamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---