Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdirimènte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [diriˈmente] 1 ο του ακυρωτικού κωλύματος (γάμου) 2 ακυρωτικός (νομικά) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |