Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dirimènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diriˈmente]

1 ο του ακυρωτικού κωλύματος (γάμου)
2 ακυρωτικός (νομικά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dirigistico dirimere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dirigibile (επίθ.)
dirigibilista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dirigismo (ουσ αρσ )
dirigista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dirigistico (επίθ.)
dirimente (επίθ.)
dirimere (ρ. μτβ.)
dirimpettaio (ουσ αρσ )
dirimpetto (επίρ.)
dirittezza (θηλ.ουσ)
diritto (ουσ αρσ )
diritto (επίθ.)
diritto (επίρ.)
dirittura (θηλ.ουσ)
dirizzare (ρ. μτβ.)
dirizzone (ουσ αρσ )
diro (επίθ.)
diroccamento (ουσ αρσ )
diroccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diroccato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---