Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dirigìbile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diriˈʤibile]

πηδαλιουχούμενο αερόστατο

dirigìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diriˈʤibile]

πηδαλιουχούμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dirigersi dirigibilista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dirigente (επίθ.)
dirigenza (θηλ.ουσ)
dirigenziale (επίθ.)
dirigere (ρ. μτβ.)
dirigersi (ρ. μ. αμτβ.)
dirigibile (ουσ αρσ )
dirigibile (επίθ.)
dirigibilista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dirigismo (ουσ αρσ )
dirigista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dirigistico (επίθ.)
dirimente (επίθ.)
dirimere (ρ. μτβ.)
dirimpettaio (ουσ αρσ )
dirimpetto (επίρ.)
dirittezza (θηλ.ουσ)
diritto (ουσ αρσ )
diritto (επίθ.)
diritto (επίρ.)
dirittura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---