Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdirigìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diriˈʤizmo] 1 οικονομικός σχεδιασμός 2 κατευθυνόμενη κεντρικά οικονομία 3 κατευθυντικότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |