Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdirimpettàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dirimpetˈtajo] 1 γείτονας απεναντινός 2 πρόσωπο που μένει στο απέναντι διαμέρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |