Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dirìtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈritto]

το δίκαιο

dirìtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diˈritto]

1 ευθύς (-εία, -ύ), ορθός (-ή, -ό)
2 (prerogativa) δίκαιος (-η, -ο)

dirìtto  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [diˈritto]

ευθεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dirittezza dirittura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dirimente (επίθ.)
dirimere (ρ. μτβ.)
dirimpettaio (ουσ αρσ )
dirimpetto (επίρ.)
dirittezza (θηλ.ουσ)
diritto (ουσ αρσ )
diritto (επίθ.)
diritto (επίρ.)
dirittura (θηλ.ουσ)
dirizzare (ρ. μτβ.)
dirizzone (ουσ αρσ )
diro (επίθ.)
diroccamento (ουσ αρσ )
diroccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diroccato (επίθ.)
dirompente (επίθ.)
dirompere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dirompersi (ρ.μ. (αντων.))
dirottamente (επίρ.)
dirottamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---