Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dirìgere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈriʤere]

διευθύνω

dirìgersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [diˈriʤersi]

1 πηγαίνω προς
2 γυρίζω προς
3 βαδίζω προς
4 κατευθύνομαι προς
5 τραβώ προς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dirigenziale dirigibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

direzione (θηλ.ουσ)
dirigente (ουσ αρσ )
dirigente (επίθ.)
dirigenza (θηλ.ουσ)
dirigenziale (επίθ.)
dirigere (ρ. μτβ.)
dirigersi (ρ. μ. αμτβ.)
dirigibile (ουσ αρσ )
dirigibile (επίθ.)
dirigibilista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dirigismo (ουσ αρσ )
dirigista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dirigistico (επίθ.)
dirimente (επίθ.)
dirimere (ρ. μτβ.)
dirimpettaio (ουσ αρσ )
dirimpetto (επίρ.)
dirittezza (θηλ.ουσ)
diritto (ουσ αρσ )
diritto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---