Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdirigènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [diriˈʤɛnte] ο διευθύνων, η διευθυνουσα dirigènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [diriˈʤɛnte] ιθύνων (-ουσα, -ον) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |