Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


direttòrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [diretˈtɔrjo]

1 σώμα διοικούντων
2 σώμα διευθυντών
3 διευθυντήριο
4 διοικητικό συμβούλιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  direttoriale direttrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

direttivo (επίθ.)
diretto (ουσ αρσ )
diretto (επίθ.)
direttore (αρσ. επίθ και ουσ)
direttoriale (επίθ.)
direttorio (αρσ. επίθ και ουσ)
direttrice (θηλ.ουσ)
direzionale (ουσ αρσ )
direzionale (επίθ.)
direzione (θηλ.ουσ)
dirigente (ουσ αρσ )
dirigente (επίθ.)
dirigenza (θηλ.ουσ)
dirigenziale (επίθ.)
dirigere (ρ. μτβ.)
dirigersi (ρ. μ. αμτβ.)
dirigibile (ουσ αρσ )
dirigibile (επίθ.)
dirigibilista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dirigismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---