Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


direttìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diretˈtiva]

διοικητικό συμβούλιο

direttìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diretˈtiva]

1 διαχειριστικός
2 διοικητικός
3 κατευθυντήριος
4 καθοδηγητικός
5 οδηγητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  direttività diretto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

direttamente (επίρ.)
direttissima (θηλ.ουσ)
direttissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
direttiva (θηλ.ουσ)
direttività (θηλ.ουσ)
direttivo (ουσ αρσ )
direttivo (επίθ.)
diretto (ουσ αρσ )
diretto (επίθ.)
direttore (αρσ. επίθ και ουσ)
direttoriale (επίθ.)
direttorio (αρσ. επίθ και ουσ)
direttrice (θηλ.ουσ)
direzionale (ουσ αρσ )
direzionale (επίθ.)
direzione (θηλ.ουσ)
dirigente (ουσ αρσ )
dirigente (επίθ.)
dirigenza (θηλ.ουσ)
dirigenziale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---