Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


direttaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [direttaˈmente]

απευθείας, κατευθείαν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diretta direttissima  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


direttamente = κατ' ευθείαν


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diraspare (ρ. μτβ.)
dire (ουσ αρσ )
dire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dirsi (ρ.μ. (αντων.))
diretta (θηλ.ουσ)
direttamente (επίρ.)
direttissima (θηλ.ουσ)
direttissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
direttiva (θηλ.ουσ)
direttività (θηλ.ουσ)
direttivo (ουσ αρσ )
direttivo (επίθ.)
diretto (ουσ αρσ )
diretto (επίθ.)
direttore (αρσ. επίθ και ουσ)
direttoriale (επίθ.)
direttorio (αρσ. επίθ και ουσ)
direttrice (θηλ.ουσ)
direzionale (ουσ αρσ )
direzionale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---