Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


direttìva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diretˈtiva]

1 εντολή
2 πορεία δράσης
3 ντιρεκτίβα
4 κατευθυντήρια οδηγία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  direttissimo direttività  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dirsi (ρ.μ. (αντων.))
diretta (θηλ.ουσ)
direttamente (επίρ.)
direttissima (θηλ.ουσ)
direttissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
direttiva (θηλ.ουσ)
direttività (θηλ.ουσ)
direttivo (ουσ αρσ )
direttivo (επίθ.)
diretto (ουσ αρσ )
diretto (επίθ.)
direttore (αρσ. επίθ και ουσ)
direttoriale (επίθ.)
direttorio (αρσ. επίθ και ουσ)
direttrice (θηλ.ουσ)
direzionale (ουσ αρσ )
direzionale (επίθ.)
direzione (θηλ.ουσ)
dirigente (ουσ αρσ )
dirigente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---