Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dirètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈrɛtta]

(treno) το εξπρές

dirètto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diˈrɛtta]

ευθύς (-εία, -ύ), άμεσος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  direttivo direttore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


discorso [αρσ.] diretto = ο ευθύς λόγος || treno [αρσ.] diretto = το απευθείας τρένο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

direttissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
direttiva (θηλ.ουσ)
direttività (θηλ.ουσ)
direttivo (ουσ αρσ )
direttivo (επίθ.)
diretto (ουσ αρσ )
diretto (επίθ.)
direttore (αρσ. επίθ και ουσ)
direttoriale (επίθ.)
direttorio (αρσ. επίθ και ουσ)
direttrice (θηλ.ουσ)
direzionale (ουσ αρσ )
direzionale (επίθ.)
direzione (θηλ.ουσ)
dirigente (ουσ αρσ )
dirigente (επίθ.)
dirigenza (θηλ.ουσ)
dirigenziale (επίθ.)
dirigere (ρ. μτβ.)
dirigersi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---