Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


direttóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [diretˈtore]

ο διευθυντής, η διευθύντρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diretto direttoriale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

direttività (θηλ.ουσ)
direttivo (ουσ αρσ )
direttivo (επίθ.)
diretto (ουσ αρσ )
diretto (επίθ.)
direttore (αρσ. επίθ και ουσ)
direttoriale (επίθ.)
direttorio (αρσ. επίθ και ουσ)
direttrice (θηλ.ουσ)
direzionale (ουσ αρσ )
direzionale (επίθ.)
direzione (θηλ.ουσ)
dirigente (ουσ αρσ )
dirigente (επίθ.)
dirigenza (θηλ.ουσ)
dirigenziale (επίθ.)
dirigere (ρ. μτβ.)
dirigersi (ρ. μ. αμτβ.)
dirigibile (ουσ αρσ )
dirigibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---