Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdìre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdire] 1 λόγια 2 λόγος 3 ομιλία dìre ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ˈdire] λέω, λέγω dirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [ˈdirsi] 1 ισχυρίζομαι 2 διατείνομαι 3 λέω για κάποιον ότι είναι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcome si dice in greco? = πώς το λένε στα Ελληνικά; || dire una parola buona = λέω καμμιά καλή κουβέντα || manco a dirlo = ούτε συζήτηση || modo [αρσ.] di dire = ο τρόπος του λέγειν || si dice che = λέγεται ότι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |