Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiramàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [diraˈmare] 1 εκπέμπω 2 διανέμω 3 θέτω σε κυκλοφορία (βιβλία ή μετοχές ή χρήμα) 4 κυκλοφορώ diramàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [diraˈmarsi] 1 επεκτείνω επιχείρηση 2 διακλαδώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |