Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diradatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diradaˈtore]

1 αραιός
2 λιγότερο συχνός
3 αραιωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diradarsi diramare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dipsomania (θηλ.ουσ)
diptero (επίθ.)
diradamento (ουσ αρσ )
diradare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diradarsi (ρ.μ. (αντων.))
diradatore (ουσ αρσ )
diramare (ρ. μτβ.)
diramarsi (ρ. μ. αμτβ.)
diramazione (θηλ.ουσ)
diraspare (ρ. μτβ.)
dire (ουσ αρσ )
dire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dirsi (ρ.μ. (αντων.))
diretta (θηλ.ουσ)
direttamente (επίρ.)
direttissima (θηλ.ουσ)
direttissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
direttiva (θηλ.ουσ)
direttività (θηλ.ουσ)
direttivo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---