Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conticìno (ουσ αρσ ) contòrcersi (ρ. μ. αμτβ.)
contiguità (θηλ.ουσ) contorciménto (ουσ αρσ )
contìguo (επίθ.) contornàre (ρ. μτβ.)
continentàle (επίθ.) contórno (ουσ αρσ )
continènte (ουσ αρσ ) contorsióne (θηλ.ουσ)
continènte (επίθ.) contorsionìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
continènza (θηλ.ουσ) contòrto (επίθ.)
contingentaménto (ουσ αρσ ) cóntra (επίρ.)
contingentàre (ρ. μτβ.) contrabbandàre (ρ. μτβ.)
contingènte (ουσ αρσ ) contrabbandière (ουσ αρσ )
contingènte (επίθ.) contrabbàndo (ουσ αρσ )
contingènza (θηλ.ουσ) contrabbassìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
contìno (ουσ αρσ ) contrabbàsso (ουσ αρσ )
continuàbile (επίθ.) contraccambiàre (ρ. μτβ.)
continuaménte (επίρ.) contraccàmbio (ουσ αρσ )
continuàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) contraccàrico (ουσ αρσ )
continuatìvo (επίθ.) contraccettìvo (ουσ αρσ )
continuàto (επίθ.) contraccettìvo (επίθ.)
continuatóre (αρσ. επίθ και ουσ) contraccezióne (θηλ.ουσ)
continuazióne (θηλ.ουσ) contracchiàve (θηλ.ουσ)
continuità (θηλ.ουσ) contraccólpo (ουσ αρσ )
contìnuo (επίθ.) contraccùsa (θηλ.ουσ)
contitolàre (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) contràda (θηλ.ουσ)
cónto (ουσ αρσ ) contraddìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contòrcere (ρ. μτβ.) contraddìrsi (ρ. μ. αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: