Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


conticìno
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontiˈʧino]

μικρός λογαριασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contezza contiguità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contestimone (ουσ αρσ και θηλ.)
contesto (ουσ αρσ )
contestuale (αρσ. επίθ και ουσ)
contestualizzazione (θηλ.ουσ)
contezza (θηλ.ουσ)
conticino (ουσ αρσ )
contiguità (θηλ.ουσ)
contiguo (επίθ.)
continentale (επίθ.)
continente (ουσ αρσ )
continente (επίθ.)
continenza (θηλ.ουσ)
contingentamento (ουσ αρσ )
contingentare (ρ. μτβ.)
contingente (ουσ αρσ )
contingente (επίθ.)
contingenza (θηλ.ουσ)
contino (ουσ αρσ )
continuabile (επίθ.)
continuamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---