Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


continènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontiˈnɛnte]

η ήπειρος

continènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kontiˈnɛnte]

1 εγκρατής
2 αυτοπειθαρχημένος
3 συγκρατημένος
4 μετρημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  continentale continenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contezza (θηλ.ουσ)
conticino (ουσ αρσ )
contiguità (θηλ.ουσ)
contiguo (επίθ.)
continentale (επίθ.)
continente (ουσ αρσ )
continente (επίθ.)
continenza (θηλ.ουσ)
contingentamento (ουσ αρσ )
contingentare (ρ. μτβ.)
contingente (ουσ αρσ )
contingente (επίθ.)
contingenza (θηλ.ουσ)
contino (ουσ αρσ )
continuabile (επίθ.)
continuamente (επίρ.)
continuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
continuativo (επίθ.)
continuato (επίθ.)
continuatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---