Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontinènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kontiˈnɛntsa] 1 αυτοπειθαρχία 2 μετριοπάθεια 3 εγκράτεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |