Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontinuatìvo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kontinuaˈtivo] 1 εξακολουθητικός 2 που συνεχίζει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |