Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cónto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkonto]

1 (banca, ristorante) ο λογαριασμός
2 (calcolo) ο υπολογισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contitolare contorcere  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


conto [αρσ.] alla rovescia = η αντίστροφη μέτρηση || in fin dei conti = στο κάτω κάτω || per conto di qualcuno = για λογαριασμός κάπιου || per conto mio = (a mio avviso) κατά τη γνώμη μου | (da solo) για λογαριασμό μου || rendersi conto = αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ || sul conto di qualcuno = (riguardo) στον λογαριασμό κάποιου || tenere conto di = λαμβάνω υπόψη || tenere conto di qualcosa = υπολογίζω κάτι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

continuatore (αρσ. επίθ και ουσ)
continuazione (θηλ.ουσ)
continuità (θηλ.ουσ)
continuo (επίθ.)
contitolare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conto (ουσ αρσ )
contorcere (ρ. μτβ.)
contorcersi (ρ. μ. αμτβ.)
contorcimento (ουσ αρσ )
contornare (ρ. μτβ.)
contorno (ουσ αρσ )
contorsione (θηλ.ουσ)
contorsionista (ουσ αρσ και θηλ.)
contorto (επίθ.)
contra (επίρ.)
contrabbandare (ρ. μτβ.)
contrabbandiere (ουσ αρσ )
contrabbando (ουσ αρσ )
contrabbassista (ουσ αρσ και θηλ.)
contrabbasso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---