Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contòrto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konˈtɔrto]

1 στραβός
2 στρεβλός
3 σκεβρός
4 διεστραμμένος
5 διαστρεβλωμένος
6 μπλεγμένος
7 στρεβλωμένος
8 στραβωμένος
9 στριμμένος
10 στριφτός
11 στρεπτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contorsionista contra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contorcimento (ουσ αρσ )
contornare (ρ. μτβ.)
contorno (ουσ αρσ )
contorsione (θηλ.ουσ)
contorsionista (ουσ αρσ και θηλ.)
contorto (επίθ.)
contra (επίρ.)
contrabbandare (ρ. μτβ.)
contrabbandiere (ουσ αρσ )
contrabbando (ουσ αρσ )
contrabbassista (ουσ αρσ και θηλ.)
contrabbasso (ουσ αρσ )
contraccambiare (ρ. μτβ.)
contraccambio (ουσ αρσ )
contraccarico (ουσ αρσ )
contraccettivo (ουσ αρσ )
contraccettivo (επίθ.)
contraccezione (θηλ.ουσ)
contracchiave (θηλ.ουσ)
contraccolpo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---