Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontraccólpo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kontrakˈkolpo] 1 επίπτωση 2 συνέπεια 3 αντίκτυπος 4 ανταποδοτικό χτύπημα 5 χτύπημα φάουλ (ποδόσφαιρο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |