Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontraddittóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kontradditˈtore] 1 αλληλοσυγκρουόμενος 2 αντιφατικός 3 ανθιστάμενος 4 αντιτασσόμενος 5 αντιτιθέμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |