Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contraffòrte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontrafˈfɔrte]

1 πυργίσκος οχυρού
2 αντιτείχισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contraffazione contraggenio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contraffare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contraffarsi (ρ.μ. (αντων.))
contraffatto (επίθ.)
contraffattore (ουσ αρσ )
contraffazione (θηλ.ουσ)
contrafforte (ουσ αρσ )
contraggenio (ουσ αρσ )
contralbero (ουσ αρσ )
contraltare (ουσ αρσ )
contralto (ουσ αρσ )
contrammiraglio (ουσ αρσ )
contrappasso (ουσ αρσ )
contrappello (ουσ αρσ )
contrappesare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contrappesarsi (ρ.μ. (αντων.))
contrappeso (ουσ αρσ )
contrapponibile (επίθ.)
contrapporre (ρ. μτβ.)
contrapporsi (ρ.μ. (αντων.))
contrapposizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---