Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contraffàtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kontrafˈfatto]

1 κίβδηλος
2 νοθευμένος
3 πλαστογραφημένος
4 πλαστός
5 παραποιημένος
6 ψεύτικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contraffarsi contraffattore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contraente (επίθ.)
contraerea (θηλ.ουσ)
contraereo (επίθ.)
contraffare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contraffarsi (ρ.μ. (αντων.))
contraffatto (επίθ.)
contraffattore (ουσ αρσ )
contraffazione (θηλ.ουσ)
contrafforte (ουσ αρσ )
contraggenio (ουσ αρσ )
contralbero (ουσ αρσ )
contraltare (ουσ αρσ )
contralto (ουσ αρσ )
contrammiraglio (ουσ αρσ )
contrappasso (ουσ αρσ )
contrappello (ουσ αρσ )
contrappesare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contrappesarsi (ρ.μ. (αντων.))
contrappeso (ουσ αρσ )
contrapponibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---