Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contrammiràglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontrammiˈraʎʎo]

αντιναύαρχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contralto contrappasso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contrafforte (ουσ αρσ )
contraggenio (ουσ αρσ )
contralbero (ουσ αρσ )
contraltare (ουσ αρσ )
contralto (ουσ αρσ )
contrammiraglio (ουσ αρσ )
contrappasso (ουσ αρσ )
contrappello (ουσ αρσ )
contrappesare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contrappesarsi (ρ.μ. (αντων.))
contrappeso (ουσ αρσ )
contrapponibile (επίθ.)
contrapporre (ρ. μτβ.)
contrapporsi (ρ.μ. (αντων.))
contrapposizione (θηλ.ουσ)
contrapposto (αρσ. επίθ και ουσ)
contrappuntista (ουσ αρσ και θηλ.)
contrappuntistico (επίθ.)
contrappunto (ουσ αρσ )
contrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---