Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contrappósto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kontrapˈposto]

1 ασύμφωνος
2 αντιτιθέμενος
3 αντίθετος
4 ενάντιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contrapposizione contrappuntista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contrappeso (ουσ αρσ )
contrapponibile (επίθ.)
contrapporre (ρ. μτβ.)
contrapporsi (ρ.μ. (αντων.))
contrapposizione (θηλ.ουσ)
contrapposto (αρσ. επίθ και ουσ)
contrappuntista (ουσ αρσ και θηλ.)
contrappuntistico (επίθ.)
contrappunto (ουσ αρσ )
contrare (ρ. μτβ.)
contrargine (ουσ αρσ )
contrariamente (επίρ.)
contrariare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contrariato (επίθ.)
contrarietà (θηλ.ουσ)
contrario (ουσ αρσ )
contrario (επίθ.)
contrarre (ρ. μτβ.)
contrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contrassalto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---