Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contràrre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈtrarre]

1 μπαίνω
2 αποκτώ
3 συνάπτω
4 παρεισφρύω
5 κάνω σύμβαση
6 αποκτώ συνήθεια
7 συστέλλομαι
8 συστέλλω
9 συσπώ
10 σχηματίζω
11 περιορίζω

contràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konˈtrarsi]

1 λιγοστεύω
2 πλησιάζω προς το τέλος
3 παρακμάζω
4 συρρικνώνομαι
5 μαζεύω
6 μειώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contrario contrassalto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contrariare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contrariato (επίθ.)
contrarietà (θηλ.ουσ)
contrario (ουσ αρσ )
contrario (επίθ.)
contrarre (ρ. μτβ.)
contrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contrassalto (ουσ αρσ )
contrassegnare (ρ. μτβ.)
contrassegno (ουσ αρσ )
contrastabile (επίθ.)
contrastante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
contrastare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contrastarsi (ρ.μ. (αντων.))
contrastato (επίθ.)
contrasto (ουσ αρσ )
contrattabile (επίθ.)
contrattaccare (ρ. μτβ.)
contrattacco (ουσ αρσ )
contrattare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---