Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contrariàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kontraˈrjato]

1 ενοχλημένος
2 τσαντισμένος
3 νευριασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contrariare contrarietà  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contrappunto (ουσ αρσ )
contrare (ρ. μτβ.)
contrargine (ουσ αρσ )
contrariamente (επίρ.)
contrariare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contrariato (επίθ.)
contrarietà (θηλ.ουσ)
contrario (ουσ αρσ )
contrario (επίθ.)
contrarre (ρ. μτβ.)
contrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
contrassalto (ουσ αρσ )
contrassegnare (ρ. μτβ.)
contrassegno (ουσ αρσ )
contrastabile (επίθ.)
contrastante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
contrastare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contrastarsi (ρ.μ. (αντων.))
contrastato (επίθ.)
contrasto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---