Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontràlto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [konˈtralto] 1 χαμηλότερη γυναικεία φωνή 2 κοντράλτο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |