Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contrabbàndo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontrabˈbando]

το λαθρεμπόριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contrabbandiere contrabbassista  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sigarette [θηλ. πλυθ.] di contrabbando = τα λαθραία τσιγάρα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contorsionista (ουσ αρσ και θηλ.)
contorto (επίθ.)
contra (επίρ.)
contrabbandare (ρ. μτβ.)
contrabbandiere (ουσ αρσ )
contrabbando (ουσ αρσ )
contrabbassista (ουσ αρσ και θηλ.)
contrabbasso (ουσ αρσ )
contraccambiare (ρ. μτβ.)
contraccambio (ουσ αρσ )
contraccarico (ουσ αρσ )
contraccettivo (ουσ αρσ )
contraccettivo (επίθ.)
contraccezione (θηλ.ουσ)
contracchiave (θηλ.ουσ)
contraccolpo (ουσ αρσ )
contraccusa (θηλ.ουσ)
contrada (θηλ.ουσ)
contraddire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
contraddirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---