Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontrabbàndo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kontrabˈbando] το λαθρεμπόριο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsigarette [θηλ. πλυθ.] di contrabbando = τα λαθραία τσιγάρα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |