Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contorciménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontorʧiˈmento]

1 κουλούριασμα
2 στρέψη
3 στρίψιμο
4 συστροφή
5 σύσπαση
6 σπαρτάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contorcersi contornare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

continuo (επίθ.)
contitolare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conto (ουσ αρσ )
contorcere (ρ. μτβ.)
contorcersi (ρ. μ. αμτβ.)
contorcimento (ουσ αρσ )
contornare (ρ. μτβ.)
contorno (ουσ αρσ )
contorsione (θηλ.ουσ)
contorsionista (ουσ αρσ και θηλ.)
contorto (επίθ.)
contra (επίρ.)
contrabbandare (ρ. μτβ.)
contrabbandiere (ουσ αρσ )
contrabbando (ουσ αρσ )
contrabbassista (ουσ αρσ και θηλ.)
contrabbasso (ουσ αρσ )
contraccambiare (ρ. μτβ.)
contraccambio (ουσ αρσ )
contraccarico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---