Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contòrcere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈtɔrʧere]

1 στρίβω
2 στρίβω με βία
3 συστρέφω
4 στραμπουλίζω
5 στραβώνω

contòrcersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konˈtɔrʧersi]

1 στριφογυρίζω
2 κουλουριάζομαι
3 συσπώμαι
4 συστρέφομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  conto contorcimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

continuazione (θηλ.ουσ)
continuità (θηλ.ουσ)
continuo (επίθ.)
contitolare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conto (ουσ αρσ )
contorcere (ρ. μτβ.)
contorcersi (ρ. μ. αμτβ.)
contorcimento (ουσ αρσ )
contornare (ρ. μτβ.)
contorno (ουσ αρσ )
contorsione (θηλ.ουσ)
contorsionista (ουσ αρσ και θηλ.)
contorto (επίθ.)
contra (επίρ.)
contrabbandare (ρ. μτβ.)
contrabbandiere (ουσ αρσ )
contrabbando (ουσ αρσ )
contrabbassista (ουσ αρσ και θηλ.)
contrabbasso (ουσ αρσ )
contraccambiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---