Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontinuità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kontinuiˈta] 1 συνέπεια 2 συνάφεια 3 συνέχιση 4 συνέχεια 5 εξακολούθηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |