Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


continuatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kontinuaˈtore]

1 διάδοχος
2 συνεχιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  continuato continuazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

continuabile (επίθ.)
continuamente (επίρ.)
continuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
continuativo (επίθ.)
continuato (επίθ.)
continuatore (αρσ. επίθ και ουσ)
continuazione (θηλ.ουσ)
continuità (θηλ.ουσ)
continuo (επίθ.)
contitolare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conto (ουσ αρσ )
contorcere (ρ. μτβ.)
contorcersi (ρ. μ. αμτβ.)
contorcimento (ουσ αρσ )
contornare (ρ. μτβ.)
contorno (ουσ αρσ )
contorsione (θηλ.ουσ)
contorsionista (ουσ αρσ και θηλ.)
contorto (επίθ.)
contra (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---