Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontorsióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kontorˈsjone] 1 σπαρτάρισμα 2 εμπλοκή 3 συστροφή 4 σύσπαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |