Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contórno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈtorno]

η γαρνιτούρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contornare contorsione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conto (ουσ αρσ )
contorcere (ρ. μτβ.)
contorcersi (ρ. μ. αμτβ.)
contorcimento (ουσ αρσ )
contornare (ρ. μτβ.)
contorno (ουσ αρσ )
contorsione (θηλ.ουσ)
contorsionista (ουσ αρσ και θηλ.)
contorto (επίθ.)
contra (επίρ.)
contrabbandare (ρ. μτβ.)
contrabbandiere (ουσ αρσ )
contrabbando (ουσ αρσ )
contrabbassista (ουσ αρσ και θηλ.)
contrabbasso (ουσ αρσ )
contraccambiare (ρ. μτβ.)
contraccambio (ουσ αρσ )
contraccarico (ουσ αρσ )
contraccettivo (ουσ αρσ )
contraccettivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---