Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


continuàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kontinuˈato]

1 ασταμάτητος
2 αμείωτος
3 εξακολουθητικός
4 ανελλιπής
5 ατέρμων
6 διαρκής
7 διηνεκής
8 ενδελεχής
9 αδιάπαυστος
10 αδιάλειπτος
11 συνεχής
12 αδιάκοπος
13 συνεχόμενος
14 άπαυτος
15 ακατάπαυστος
16 αδιάπτωτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  continuativo continuatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contino (ουσ αρσ )
continuabile (επίθ.)
continuamente (επίρ.)
continuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
continuativo (επίθ.)
continuato (επίθ.)
continuatore (αρσ. επίθ και ουσ)
continuazione (θηλ.ουσ)
continuità (θηλ.ουσ)
continuo (επίθ.)
contitolare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conto (ουσ αρσ )
contorcere (ρ. μτβ.)
contorcersi (ρ. μ. αμτβ.)
contorcimento (ουσ αρσ )
contornare (ρ. μτβ.)
contorno (ουσ αρσ )
contorsione (θηλ.ουσ)
contorsionista (ουσ αρσ και θηλ.)
contorto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---