Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


continuaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [kontinuaˈmente]

συνεχώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  continuabile continuare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contingente (ουσ αρσ )
contingente (επίθ.)
contingenza (θηλ.ουσ)
contino (ουσ αρσ )
continuabile (επίθ.)
continuamente (επίρ.)
continuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
continuativo (επίθ.)
continuato (επίθ.)
continuatore (αρσ. επίθ και ουσ)
continuazione (θηλ.ουσ)
continuità (θηλ.ουσ)
continuo (επίθ.)
contitolare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conto (ουσ αρσ )
contorcere (ρ. μτβ.)
contorcersi (ρ. μ. αμτβ.)
contorcimento (ουσ αρσ )
contornare (ρ. μτβ.)
contorno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---