Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontingentaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kontinʤentaˈmento] 1 περιορισμός 2 διανομή με δελτίο 3 κουτσούρεμα 4 περικοπή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |