Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


contìguo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konˈtiguo]

1 διπλανός
2 όμορος
3 παρακείμενος
4 συνεχόμενος
5 γειτονικός
6 παραπλήσιος
7 κοντινός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contiguità continentale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contestuale (αρσ. επίθ και ουσ)
contestualizzazione (θηλ.ουσ)
contezza (θηλ.ουσ)
conticino (ουσ αρσ )
contiguità (θηλ.ουσ)
contiguo (επίθ.)
continentale (επίθ.)
continente (ουσ αρσ )
continente (επίθ.)
continenza (θηλ.ουσ)
contingentamento (ουσ αρσ )
contingentare (ρ. μτβ.)
contingente (ουσ αρσ )
contingente (επίθ.)
contingenza (θηλ.ουσ)
contino (ουσ αρσ )
continuabile (επίθ.)
continuamente (επίρ.)
continuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
continuativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---