Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcontiguità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kontiguiˈta] 1 εγγύτητα 2 γειτόνεμα 3 γειτνίαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |