Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


continentàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kontinenˈtale]

ηπειρωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  contiguo continente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Grecia [θηλ.] Centrale = η στερεά Ελλάδα || Grecia [θηλ.] continentale = η στερεά Ελλάδα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

contestualizzazione (θηλ.ουσ)
contezza (θηλ.ουσ)
conticino (ουσ αρσ )
contiguità (θηλ.ουσ)
contiguo (επίθ.)
continentale (επίθ.)
continente (ουσ αρσ )
continente (επίθ.)
continenza (θηλ.ουσ)
contingentamento (ουσ αρσ )
contingentare (ρ. μτβ.)
contingente (ουσ αρσ )
contingente (επίθ.)
contingenza (θηλ.ουσ)
contino (ουσ αρσ )
continuabile (επίθ.)
continuamente (επίρ.)
continuare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
continuativo (επίθ.)
continuato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---